εξανδραποδισμός

εξανδραποδισμός
και ανδραποδισμός, ο (Α ἐξανδραποδισμός) [εξανδραποδίζω]
εξανδραπόδιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐξανδραποδισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξανδραποδισμός — ο η υποδούλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξανδραποδισμούς — ἐξανδραποδισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξανδραποδισμῷ — ἐξανδραποδισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξανδραποδισμόν — ἐξανδραποδισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • ανδραποδισμός — ἀνδραποδισμός, ο και ἀνδραπόδισις, η (Α) η υποδούλωση και πώληση ελεύθερων ανθρώπων ως δούλων, εξανδραποδισμός …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • εξανδραπόδιση — η ο εξανδραποδισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”